κουράντης

κουράντης
και κουράντες, ο
ο θεράπων ιατρός ενός ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. curante].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουράντης — ο ο θεράποντας γιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”